λουποθάνατος

λουποθάνατος
λουποθάνατος, ὁ (Μ)
1. προσποίηση θανάτου ή μεγάλης αρρώστιας
2. φρ. «κάνω λουποθάνατο» — παριστάνω τον πεθαμένο ή τον ετοιμοθάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λουπο-θάνατος. Το α' συνθετικό πιθ. συνδέεται με διαλεκτ. τ. λουπάζω, λουπώ < λῶπος, «λώπη, ιμάτιον». Κατ' άλλους, από αλεπού + θάνατος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”